- εύσιτος
- εὔσιτος, -ον (Α)1. αυτός που έχει καλή όρεξη2. αυτόν τον οποίο μπορεί κάποιος να θρέψει εύκολα («εὔσιτον ζῷον», Φιλόστρ.)3. αυτός που έχει καλό εφοδιασμό τροφίμων («εὔσιτοι κῶμαι», Φιλόστρ.)4. εκείνος που διεγείρει την όρεξη, ο ορεκτικός5. αυτός που έχει καλό κριθάρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σίτος «σιτάρι, τροφή»].
Dictionary of Greek. 2013.