εύσιτος

εύσιτος
εὔσιτος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει καλή όρεξη
2. αυτόν τον οποίο μπορεί κάποιος να θρέψει εύκολα («εὔσιτον ζῷον», Φιλόστρ.)
3. αυτός που έχει καλό εφοδιασμό τροφίμων («εὔσιτοι κῶμαι», Φιλόστρ.)
4. εκείνος που διεγείρει την όρεξη, ο ορεκτικός
5. αυτός που έχει καλό κριθάρι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + σίτος «σιτάρι, τροφή»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εὔσιτος — with good appetite masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔσιτον — εὔσιτος with good appetite masc/fem acc sg εὔσιτος with good appetite neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσίτοισι — εὔσιτος with good appetite masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσίτους — εὔσιτος with good appetite masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐσίτων — εὔσιτος with good appetite masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὔσιτοι — εὔσιτος with good appetite masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευσιτία — εὐσιτία, ἡ (Α) [εύσιτος] καλή όρεξη …   Dictionary of Greek

  • ευσιτώ — εὐσιτῶ, έω (Α) [εύσιτος] 1. έχω καλή όρεξη 2. είμαι καλοθρεμμένος …   Dictionary of Greek

  • σίτος — ο / σῑτος, ΝΜΑ, και ετερόκλ. τ. πληθ. τά σίτα, Α το σιτάρι νεοελλ. φρ. «συγκέντρωση σίτου» η από το κράτος αγορά τής ετήσιας εγχώριας σιτοπαραγωγής σε τιμές ανώτερες τών εισαγόμενων από το εξωτερικό σιτηρών με στόχο αφ ενός την προστασία τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”